- παραπτωμάτων
- παράπτωμαfalse stepneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπόμπευση — η (Μ διαπόμπευσις, εως) [διαπομπεύω] 1. ατιμωτική περιφορά ατόμου για χλευασμό, διασυρμός 2. δημόσια επικριτική έκθεση, γραπτή ή προφορική, τών παραπτωμάτων ή τών αδυναμιών ενός ατόμου … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
κανόνισις — κανόνισις, ἡ (Μ) [κανονίζω] η επιβολή «κανόνος», πνευματικής ποινής από τον πνευματικό στον εξομολογούμενο για την άφεση σοβαρών παραπτωμάτων … Dictionary of Greek
ποινολόγιο — το, Ν 1. βιβλίο μαθητικών παραπτωμάτων 2. στρ. επίσημο βιβλίο τηρούμενο από κάθε ομάδα τών ενόπλων δυνάμεων, μέσα στο οποίο καταχωρίζονται οι επιβαλλόμενες ποινές τού στρατιωτικού προσωπικού 3. (εμπ. ναυτ.) βιβλίο που τηρείται από τα εμπορικά… … Dictionary of Greek
Μινίκιος, Φουνδανός Γάιος — (Funtanus Gaius Minicius, 2ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Θεωρούνταν από τους συγχρόνους του ως λόγιος άνθρωπος και φίλος μορφωμένων διακεκριμένων προσωπικοτήτων της εποχής του, όπως του Πλίνιου, του Πλούταρχου κ.ά. Το 124 ανέλαβε τη διοίκηση… … Dictionary of Greek